Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η εξύβριση

См. также в других словарях:

  • εξύβριση — Σύμφωνα με το ποινικό δίκαιο, ε. υπάρχει όταν κατά έναν οποιονδήποτε τρόπο (με λόγο ή με έργο: π.χ. ράπισμα, χειρονομίες) ένα πρόσωπο προσβάλλει την τιμή ενός άλλου, εκτός των περιπτώσεων της δυσφήμισης. Το αδίκημα της ε. τιμωρείται με φυλάκιση ή …   Dictionary of Greek

  • εξύβριση — η περιύβριση, η προσβολή της τιμής κάποιου με λόγια ή έργα που δεν είναι δυσφήμηση απλή ή συκοφαντική, η προπηλάκιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξυβρίσῃ — ἐξυβρίζω break out into insolence aor subj mid 2nd sg ἐξυβρίζω break out into insolence aor subj act 3rd sg ἐξυβρίζω break out into insolence fut ind mid 2nd sg ἐξῡβρίσῃ , ἐξυβρίζω break out into insolence aor subj mid 2nd sg ἐξῡβρίσῃ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξυβρίσηι — ἐξυβρίσῃ , ἐξυβρίζω break out into insolence aor subj mid 2nd sg ἐξυβρίσῃ , ἐξυβρίζω break out into insolence aor subj act 3rd sg ἐξυβρίσῃ , ἐξυβρίζω break out into insolence fut ind mid 2nd sg ἐξῡβρίσῃ , ἐξυβρίζω break out into insolence aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • εξυβριστικός — ή, ό επίρρ. ά που γίνεται για εξύβριση ή που προκαλεί εξύβριση, ο προσβλητικός: Εξυβριστική επιστολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έγκληση — Η έκφραση της θέλησης για την εκδίωξη μιας αξιόποινης πράξης. Για τον σκοπό αυτό γίνεται προσφυγή στην αρμόδια δημόσια αρχή (αστυνομία, εισαγγελέα) από τον παθόντα. Υπάρχουν αξιόποινες πράξεις οι οποίες προσβάλλουν τα συγκεκριμένα άτομα,… …   Dictionary of Greek

  • αγουραπηλογιά — η άκαιρη εκστόμιση κατηγορίας ή εξύβριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγουρο + απηλογιά] …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • αικία — αἰκία, η (Α) 1. προσβλητική διαγωγή, απρεπής συμπεριφορά, προσβολή, εξύβριση 2. άπρεπη μεταχείριση, σωματική κάκωση 3. στον πληθ. αἱ αἰκίαι βασανιστήρια 4. (ως δικαν. όρ.) άδικη επίθεση, βιαιοπραγία στη φρ. «αἰκίας δίκη», ιδιωτική καταγγελία για… …   Dictionary of Greek

  • βιαιοπραγία — Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά, μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»